Η κοιλιοκάκη είναι μια νόσος του λεπτού εντέρου, η οποία προκαλείται από τη δυσανεξία που παρουσιάζουν κάποια γενετικά προδιατεθειμένα άτομα στη γλουτένη, μια πρωτεΐνη που βρίσκεται στο σιτάρι, τη σίκαλη, το κριθάρι και τη βρώμη. Θεωρείται αυτοάνοση νόσος, καθώς σε άτομα με γενετική προδιάθεση η κατανάλωση τροφών που περιέχουν γλουτένη ενεργοποιεί ανοσολογικούς μηχανισμούς στον οργανισμό τους, με αποτέλεσμα να προκαλείται με την πάροδο του χρόνου βλάβη στην εσωτερική επιφάνεια του λεπτού εντέρου.


Υπολογίζεται ότι 1 στα 100-200 άτομα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη πάσχουν από κοιλιοκάκη. Ωστόσο, αυξημένη συχνότητα της νόσου παρατηρείται σε άτομα με κληρονομικά νοσήματα, όπως είναι το σύνδρομο Down, σε συγγενείς ασθενών με κοιλιοκάκη και σε άτομα που πάσχουν από άλλα αυτοάνοσα νοσήματα, όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, στα οποία παρουσιάζεται σε ποσοστό έως 10%.

Ποια είναι τα συμπτώματα;

Τα συμπτώματα μπορούν να εμφανιστούν σε όποια ηλικία μετά την ένταξη της γλουτένης στη δίαιτα και είναι η χρόνια διάρροια ή δυσκοιλιότητα, το «φούσκωμα και τυμπανισμός» της κοιλίας, η ευερεθιστότητα, η μειωμένη πρόσληψη βάρους, η μειωμένη σωματική ανάπτυξη, η καθυστέρηση της ήβης, η σιδηροπενική αναιμία, τα συχνά κατάγματα οστών, τα αυξημένα ηπατικά ένζυμα και τα χρόνια κνιδωτικά εξανθήματα. Ομως οι ασθενείς με τα παραπάνω κλινικά συμπτώματα φαίνεται ότι αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου, διότι οι περισσότεροι ασθενείς με κοιλιοκάκη είναι ασυμπτωματικοί και δεν πραγματοποιείται διάγνωση επί χρόνια, με αποτέλεσμα να έχουν αυξημένο κίνδυνο από τους υγιείς ανθρώπους να παρουσιάσουν τις μακροπρόθεσμες επιπλοκές της νόσου, όπως είναι η σιδηροπενική αναιμία, η οστεοπόρωση, η υπογονιμότητα, το λέμφωμα του εντέρου κ.ά. Τα παιδιά και οι έφηβοι με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, που έχουν παράλληλα κοιλιοκάκη, ανήκουν συνήθως στη δεύτερη κατηγορία, καθώς δεν παρουσιάζουν συνήθως κλινικά συμπτώματα, αλλά εντοπίζονται με τη βοήθεια του ανιχνευτικού ελέγχου, δηλαδή την ανεύρεση των ειδικών αντισωμάτων της κοιλιοκάκης στο αίμα τους. Η διάγνωση της κοιλιοκάκης επιβεβαιώνεται στη συνέχεια με γαστροσκόπηση και βιοψίες εντέρου, όπου φαίνονται χαρακτηριστικές αλλοιώσεις στον βλεννογόνο του λεπτού εντέρου, μεταξύ των οποίων η μερική ή η ολική ατροφία (επιπέδωση) των λαχνών.

Πώς αντιμετωπίζεται ;

Η κοιλιοκάκη αντιμετωπίζεται με δίαιτα χωρίς γλουτένη εφ' όρου ζωής. Η τήρηση της δίαιτας φαίνεται πολύ δύσκολη αρχικά, αλλά οι οικογένειες, με τη στήριξη των ιατρών και των διαιτολόγων, ανταποκρίνονται καλά σε αυτήν. Η δίαιτα περιλαμβάνει αποχή από τροφές που προέρχονται από τα σιτηρά, τη σίκαλη το κριθάρι και τη βρώμη. Ενδεικτικά απαγορεύονται τα προϊόντα που περιέχουν αλεύρι (ψωμί, φρυγανιές, μπισκότα, πίτσες, πίτες,γλυκά, σούπες του εμπορίου κ.ά.), τα ζυμαρικά (μακαρόνια, σπαγγέτι, κριθαράκι κ.ά.), κάποια αλλαντικά, τα κονσερβοποιημένα προϊόντα (σάλτσες, λαχανικά, όσπρια, γλυκά, μαγιονέζες, μουστάρδα κ.ά.), τα επαλειφόμενα τυριά, τα κατεργασμένα καρυκεύματα, μερικά έτοιμα ροφήματα (π.χ. σοκολάτας) και κάποια από τα αλκοολούχα ποτά (π.χ. μπίρα, ουίσκι, βότκα, τζιν).

Επιτρέπονται όλα τα φρέσκα και κατεψυγμένα λαχανικά, τα φρέσκα κρέατα, ψάρια, πουλερικά, το γάλα και τα προϊόντα του (φέτα, γιαούρτι, σκληρά κίτρινα τυριά), το καλαμπόκι, το ρύζι και τα προϊόντα τους, το λάδι, το βούτυρο και η μαργαρίνη, καθώς και πληθώρα προϊόντων που υπάρχουν στα φαρμακεία στη διάθεση των ασθενών με κοιλιοκάκη και είναι ελεύθερα γλουτένης (ποικιλία ζυμαρικών, ψωμί, κέικς, μπισκότα, βάση για πίτσες, δημητριακά κ.ά.). Εφόσον η δίαιτα δεν περιλαμβάνει γλουτένη, ο βλενογόννος του εντέρου επανέρχεται στο φυσιολογικό μέσα σε 6-12 μήνες. Τα κλινικά συμπτώματα βελτιώνονται μέσα στις πρώτες 1-2 εβδομάδες.
Στα παιδιά, οι ελλείψεις σε θρεπτικές ουσίες, βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία αναπληρώνονται και το σωματικό βάρος επανέρχεται στο φυσιολογικό.
Το ίδιο ισχύει και με το ύψος, εφ' όσον η νόσος διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί έγκαιρα πριν από την εφηβεία. H δίαιτα πρέπει να ακολουθείται διά βίου, καθώς η νόσος δεν θεραπεύεται, παράλληλα με τακτική ιατρική και διαιτολογική παρακολούθηση του ασθενούς.


Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, Παιδίατρος- Γαστρεντερολόγος