Πριν είκοσι χρόνια περίπου τόσο η υπέρταση όσο και η θεραπεία της ήταν έννοιες χαλαρές. Μικρές αυξήσεις δεν θεωρούνταν επικίνδυνες και
συνήθως φαρμακευτική αγωγή έπαιρναν μόνον όσοι παρουσίαζαν μεγάλες αυξήσεις. Στόχος ήταν απλώς η μέτρια μείωσή της. Σήμερα, οι
στόχοι στην αντιμετώπιση της αρτηριακής πίεσης έχουν αλλάξει πολύ. Ο λόγος είναι ότι γνωρίζουμε πλέον ότι η ρύθμισης της υπέρτασης
μειώνει σημαντικά τη συχνότητα των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, μειώνει την πιθανότητα εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας, ακόμα
δε, μειώνει την πιθανότητα εμφάνισης εμφράγματος. Η συχνότητα της υπέρτασης στο σακχαρώδη διαβήτη είναι πολύ πιο συχνή από ότι θα περίμενε κανείς.Ένα άτομο με σακχαρώδη διαβήτη έχει πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να έχει και υπέρταση από κάποιον άλλο χωρίς σακχαρώδη διαβήτη. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι τυχαίο. Υπάρχουν μηχανισμοί που ευνοούν την εμφάνιση της υπέρτασης στο σακχαρώδη διαβήτη.
Στον τύπο 1 ή ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη η υπέρταση σχετίζεται συνήθως με την εμφάνιση διαβητικής νεφροπάθειας, μιας ειδικής βλάβης
του νεφρού με κύρια εκδήλωση την απώλεια λευκώματος από το νεφρό. Το λεύκωμα αυτό ανιχνεύεται αρχικά σε πολύ μικρές ποσότητες στα
ούρα, ενώ οι άλλες εργαστηριακές εξετάσεις με τις οποίες ελέγχουμε τη νεφρική λειτουργία του σε αυτά τα πρώτα στάδια είναι όλα
φυσιολογικά.
Στον τύπο 2 διαβήτη ή μη ινσουλινοεξαρτώμενου, η υπέρταση δεν συνοδεύεται εξαρχής από νεφρική βλάβη διότι αυτή μπορεί να εμφανιστεί
μετά από πολλά χρόνια. Φαίνεται λοιπόν ότι η υπέρταση που συνοδεύει το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 να είναι διαφορετικής αιτιολογίας
από αυτήν του διαβήτη τύπου 2.
Η επίδραση της υπέρτασης στο διαβήτη:
Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, η υπέρταση συνοδεύεται από ορισμένες επιπλοκές. Ειδικά στο διαβήτη, η υπέρταση μπορεί να συμβάλλει
στην εμφάνιση νέων επιπλοκών ή να επιδεινώσει τις υπάρχουσες. Όπως και στο άτομο χωρίς διαβήτη, έτσι και εδώ η υπέρταση σχετίζεται με
την εμφάνιση βλαβών των μεγάλων αγγείων, όπως των στεφανιαίων της καρδιάς, των αγγείων του εγκεφάλου και των κάτω άκρων. Στο
διαβήτη όμως η υπέρταση προσβάλλει και τα μικρά αγγεία του νεφρού και του οφθαλμού προκαλώντας βλάβες στα όργανα αυτά.
Οι βλάβες των μεγάλων αγγείων, και η σημασία της καλής ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης:
Άτομα με ψηλή αρτηριακή πίεση, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν ένα αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, ή καρδιακή προσβολή
απ΄ ότι άτομα με φυσιολογική αρτηριακή πίεση. Η αύξηση της συστολικής πίεσης (ή αλλιώς "μεγάλης") ή της διαστολικής (ή "μικρής"),
σχετίζεται με αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης βλάβης από τα ζωτικά αυτά όργανα. Ειδικά οι γυναίκες με διαβήτη και αρρύθμιστη
αρτηριακή πίεση, έχουν διπλάσιο κίνδυνο να εμφανίσουν στεφανιαία νόσο σε σύγκριση με γυναίκες χωρίς διαβήτη. Η μείωση της αρτηριακής
πίεσης μειώνει αυτόν τον κίνδυνο. Είναι λοιπόν απαραίτητο και οι δύο αυτές παράμετροι (συστολική και διαστολική πίεση) να είναι
ρυθμισμένες όσο γίνεται καλύτερα. Ακόμα και μικρές μειώσεις π.χ. μείωση από τα 160 mm Hg στο 150 mm Hg, παρά το ότι εξακολουθεί να
είναι ψηλή, μειώνει κατά πολύ τον κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών. Ένα άτομο ηλικίας άνω των 70 με διαβήτη, έχει πολλαπλάσιο κίνδυνο
εμφάνισης βλάβης των αγγείων που αρδεύουν τα κάτω άκρα. Συμπτώματα επί βλάβης των αγγείων αυτών ποικίλλουν από την ανάγκη να
διακόπτεται το βάδισμα λόγω πόνου, στις γάμπες συνήθως, μέχρι και εμφάνιση έλκους στα σφυρά. Η υπέρταση επιδεινώνει τη βλάβη των
αγγείων αυτών. Το σημαντικό όμως στοιχείο είναι ότι η ρύθμισή της βελτιώνει την εξέλιξη αυτών των βλαβών.
Οι βλάβες των μικρών αγγείων, και η σημασία της καλής ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης:
Εκεί που τα αποτελέσματα της αντιυπερτασικής αγωγής είναι εντυπωσιακά, είναι στη βελτίωση της βλάβης των μικρών αγγείων του
οφθαλμού και του νεφρού. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η υπέρταση επιδεινώνει ραγδαία τη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια και τη
διαβητική νεφροπάθεια. Ταυτόχρονα όμως δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης όχι μόνο μειώνει σημαντικά τον
κίνδυνο εξέλιξης της βλάβης προς βαρύτερες μορφές, αλλά βελτιώνει πολλές από αυτές. Τις τελευταίες δεκαετίες η καλύτερη ρύθμιση της
αρτηριακής πίεσης είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση των αριθμών των περιστατικών που κατέληγαν σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και
χρειάστηκαν να ενταχθούν σε μονάδα τεχνικού νεφρού όπως επίσης μείωσε και τον αριθμό των περιστατικών που υπέστησαν ανεπανόρθωτη
βλάβη.
Τα επιθυμητά επίπεδα της αρτηριακής πίεσης:
Οι μεγάλες επιστημονικές εταιρείες στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη έχουν αναθεωρήσει αρκετές φορές τα επίπεδα της αρτηριακής
πίεσης που θεωρούνται ως φυσιολογικά.Σήμερα, τα φυσιολογικά όρια της αρτηριακής πίεσης θεωρούνται τιμές κάτω από 140 mm Hg για τη
συστολική, και κάτω από 89 mm Hg για τη διαστολική. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η αυξημένη αρτηριακή πίεση σπάνια δημιουργεί
συμπτώματα, όπως πονοκέφαλο. Μην περιμένουμε λοιπόν το σύμπτωμα για να ανησυχήσουμε. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν είναι
μόνον οι πολύ ψηλές πιέσεις π.χ. 180 mm Hg που επηρεάζουν δυσμενώς τα αγγεία και τα ζωτικά μας όργανα αφού και πολύ μικρότερες
τιμές θα μπορούσαν να προκαλέσουν βλάβη εφόσον μείνουν χωρίς αντιμετώπιση. Αυτός είναι και ο λόγος που και μικρές μειώσεις, για
παράδειγμα μείωση της συστολικής πίεσης από 150 mmHg, η οποία φαινομενικά δεν είναι ψηλή, σε επίπεδα κάτω από 140 mm Hg
συνοδεύεται από σημαντική μείωση του κινδύνου εμφάνισης επιπλοκών. Σημειωτέον ότι όταν υπάρχει επιπλοκή από το νεφρό, θα πρέπει η
αρτηριακή πίεση να ρυθμίζεται σε επίπεδα ακόμα χαμηλότερα από τα φυσιολογικά όρια . Είναι σπάνιο, ορισμένα άτομα με ειδικά
προβλήματα, να μην ανέχονται τη μεγάλη μείωση της αρτηριακής πίεσης. Στα άτομα αυτά γίνεται προσπάθεια να μειωθεί όσο το δυνατόν
χαμηλότερα χωρίς να προκαλούνται ενοχλήματα.
Διάγνωση:
Η αρχική εκτίμηση του διαβητικού υπερτασικού ασθενούς θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα πλήρες ιατρικό ιστορικό με ιδιαίτερη έμφαση
στο οικογενειακό ιστορικό για διαβήτη και υπέρταση ως και καρδιαγγειακό νόσημα στην εμφάνιση συμπτωμάτων αθηροσκληρωτικών,
υπερτασικών και διαβητικών επιπλοκών στην ταυτόχρονη φαρμακευτική αγωγή που θα μπορούσε να επηρεάσει την υπέρταση ή το
γλυκαιμικό έλεγχο στη σεξουαλική λειτουργία στις συνήθειες των ασθενών (σωματική άσκηση, δίαιτα, κάπνισμα και χρήση
οινοπνεύματος, ψυχοκοινωνικοί και περιβαλλοντολογικοί παράγοντες). Η μέτρηση της πίεσης πρέπει να γίνεται στην ύπτια, καθιστή και
όρθια θέση, αφού πρώτα ο ασθενής ηρεμήσει για εικοσάλεπτο τουλάχιστον. Στις θέσεις αυτές θα πρέπει να προσδιορίζεται η πίεση δυο
ή τρεις φορές. Η αντικειμενική εξέταση πρέπει να περιλαμβάνει τον προσδιορισμό ύψους και βάρους, την εξέταση του βυθού των
οφθαλμών για να εκτιμηθεί η πιθανή παρουσία και σοβαρότητα της διαβητικής ή υπερτασικής αμφιβληστροειδοπάθειας (όλοι οι
διαβητικοί ασθενείς θα πρέπει να βυθοσκοπούνται τουλάχιστον άπαξ ετησίως), την εξέταση του τραχήλου για την ύπαρξη καρωτιδικών
φυσημάτων, διατεταμένων φλεβών και διογκωμένου θυρεοειδούς, την εξέταση της καρδιάς, την εξέταση της κοιλίας για πιθανά
φυσήματα, την εξέταση των περιφερικών σφυγμών, την αναζήτηση οιδημάτων στα άκρα και, τέλος, τη νευρολογική εξέταση. Εάν το
ιστορικό και η φυσική εξέταση υποδηλώνουν δευτεροπαθείς αιτίες υπέρτασης θα απαιτηθεί περαιτέρω και πιο ειδικός έλεγχος. Οι
αρχικές εργαστηριακές εξετάσεις πρέπει να περιλαμβάνουν: γενική αίματος και ούρων, ηλεκτρολύτες ορού, κρεατινίνη, μαγνήσιο ορού,
σάκχαρο νηστείας, γλυκοζιωμένη αιμοσφαιρίνη, λιποπρωτεϊνικό profile νηστείας (ολική χοληστερίνη, τριγλυκερίδια, HDL, LDL),
ποσοτικός προσδιορισμός πρωτεϊνών στα ούρα όταν το απλό δείγμα ούρων είναι θετικό και αναζήτηση μικρολευκωματινουρίας όταν το
δείγμα είναι αρνητικό. Μετά 6 έως 12 εβδομάδες από την έναρξη της αντιυπερτασικής φαρμακευτικής αγωγής θα πρέπει να
επανεκτιμηθούν τα λιπίδια, το σάκχαρο, η γλυκοζιωμένη αιμοσφαιρίνη, η κρεατινίνη και ηλεκτρολύτες. Όλες αυτές οι εξετάσεις πρέπει
να επαναλαμβάνονται ετησίως.
Θεραπεία:
Η ανεύρεση για πρώτη φορά αυξημένης τιμής αρτηριακής πίεσης δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ότι το άτομο χρειάζεται οπωσδήποτε φαρμακευτική αγωγή. Η διάγνωση τίθεται όταν σε τουλάχιστον τρεις μετρήσεις, η συστολική ή η διαστολική αρτηριακή πίεση ή και οι δύο βρεθούν αυξημένες. Καμιά φορά διαπιστώνεται ότι η αρτηριακή πίεση είναι αυξημένη όταν προσδιορίζεται στο νοσοκομείο ή στο ιατρείο, ενώ στο σπίτι είναι φυσιολογική. Αυτή δεν θεωρείται υπέρταση και συνήθως δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αντιμετώπιση. Από τη στιγμή που θα τεθεί η διάγνωση της υπέρτασης τότε: Δίνονται οδηγίες τις οποίες θα ακολουθήσει το άτομο για ένα τρίμηνο και εφόσον μέχρι τότε δεν τεθεί υπό έλεγχο η αρτηριακή πίεση θα χορηγηθεί και φαρμακευτική αγωγή.
Πηγή : Καρδιολογικό Βήμα
Τι είναι η υπέρταση και πώς αντιμετωπίζεται
Σύστημα παρακολούθησης Αρτηριακής Πίεσης & Σακχάρου Αίματος FORΑ D40 “2-σε-1’’
Παρακολούθηση της αρτηριακής μας πίεσης στο σπίτι
Ολοκληρώστε τη φροντίδα της υγείας σας με το σύστημα FORA Telehealth System