O Σακχαρώδης διάβητης αποτελεί μια πάθηση που χαρακτηρίζεται απο υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα.
Στον σακχαρώδη διαβήτη ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την ‘ινσουλίνη’, ορμόνη που συμβάλει στην απαραίτητη αποβολή του πλεονάσματος της γλυκόζης απο τον οργανισμό. Τα τελευταία χρόνια το ποσοστό των παιδιών που πάσχουν απο διαβήτη έχει αυξηθεί. Εκτός απο την κληρονομική προδιάθεση, κύριοι παράγοντες που ευθύνονται για την εμφάνιση της νόσου είναι η κακή διατροφή και η έλλειψη άσκησης.

 

Η εμφάνιση του διαβήτη κατά την παιδική ηλικία απαιτεί μια γενικότερη αλλαγή στον τρόπο ζωής του παιδιού, γεγονός που επηρεάζει την ψυχολογία του. Ο διαβήτης είναι μια πάθηση που «υπάρχει» στον οργανισμό αλλά δεν «φαίνεται». Αυτό σημαίνει οτι είναι μια χρόνια ασθένεια που δηλώνει την παρουσία της μέσω φυσικών συμπτωμάτων όπως η δίψα, η μείωση του βάρους και το αίσθημα λήθαργου. Για το παιδί, το γεγονός οτι πάσχει απο κάτι, το οποίο δεν μπορεί να δεί αλλά θα πρέπει να το ελέγχει και να το διαχειρίζεται είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό και αποδεκτό. Επίσης, η διαδικασία της λήψης ινσουλίνης μέσω ένεσης αποτελεί για το παιδί μια στρεσογόνο διαδικασία.

Παράλληλα με την δυσκολία κατανόησης όλων των καινούριων πληροφοριών που αφορούν την υγεία του και την αποδοχή της καθημερινής λήψης ενέσιμης ινσουλίνης, το παιδί βιώνει συναισθήματα θυμού, λύπης , σύγχησης και αβεβαιότητας. Τα συναισθήματα αυτά ενδέχεται να αντικατασταθούν απο γενικότερες δυσκολίες προσαρμογής και πειθαρχίας στο θεραπευτικό πλάνο, διαταραχές διάθεσης, φοβίες, χαμηλή αυτοεκτίμηση και διατροφικές διαταραχές. Οι αντιδράσεις αυτές , απο την πλευρά του παιδιού, ενδέχεται να προκύψουν ως αποτέλεσμα της προσπάθειας του να διαχειριστεί την κατάσταση της υγείας του αλλά ενισχύονται και απο διάφορα γεγονότα / καταστάσεις που αφορούν το άμεσο περιβάλλον του παιδιού.

Η διαδικασία αποδοχής και διαχείρισης του διαβήτη επιδρά ψυχολογικά τόσο στο παιδί όσο και στην οικογένεια. Η αντιμετώπιση, απο την πλευρά των γονέων , διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην διαδικασία αυτή. Παράλληλα με την διαχείριση των δικών τους συναισθημάτων, σε σχέση με το πρόβλημα υγείας που βιώνει το παιδί τους, θα πρέπει να υποστηρίξουν το παιδί σε διάφορα ζητήματα που αφορούν το προβλημα υγείας. Θα είναι χρήσιμο λοιπόν : να επικοινωνούν με το παιδί για οποιοδήποτε ζήτημα προκύπτει, να θέσουν όρια (αν αυτά δεν έχουν τεθεί), να αποφεύγουν την υπερπροστατευτική συμπεριφορά , προσέχοντας παράλληλα να μην δώσουν την εντύπωση στο παιδί οτι «δεν έχει αλλάξει κάτι».

Η βοήθεια που μπορεί να προσφέρει ένας επαγγελματίας ψυχικής υγείας (ψυχολόγος) στην αποδοχή και διαχείριση του διαβήτη είναι πολύτιμη. Ο ψυχολόγος, έχοντας την κατάλληλη εκπαίδευση, μπορεί : να προσφέρει ψυχολογική υποστήριξη, σε σχέση με την εμπειρία της ασθένειας, τόσο στο παιδί όσο και στην οικογένεια, να αξιολογήσει σκέψεις, συναισθήματα και συμπεριφορές ώστε να εντοπίσει εγκαίρως πιθανή εμφάνιση ψυχοπαθολογίας στο παιδί (π.χ κατάθλιψη), να βοήθησει στην καλύτερη διαχείριση της ασθένειας σε σχέση με ζητήματα τήρησης του θεραπευτικού πλάνου και πειθαρχίας στο ειδικό διατροφικό πρόγραμμα απο το παιδί , να ενθαρρύνει την εποικοδομητικότερη επικοινωνία μέσα στην οικογένεια και να βοηθήσει στην διαχείριση stress που σχετίζεται με την εμπειρία της ασθένειας.

Τατιάνα Ξένου
Ψυχολόγος της Υγείας, Μsc