Οι άνθρωποι κατέφευγαν ανέκαθεν στη φύση για να βρουν τα φάρμακά τους, είτε παρατηρώντας τα ζώα, είτε εξερευνώντας οι ίδιοι τις θεραπευτικές ή τοξικές ιδιότητες του φυτικού βασιλείου. Επιπλέον, είναι πολλά τα είδη φυτών που έχουν χρησιμοποιηθεί για τις αρωματικές τους ιδιότητες, χάρη στα αιθέρια έλαια που περιέχουν.


Μπορεί ο εικοστός αιώνας να σηματοδότησε την ανακάλυψη πολλών θαυμαστών φαρμάκων, με αποτέλεσμα να παραγκωνιστεί ο ρόλος των φυτών ως φάρμακα, αλλά στις μέρες μας παρατηρείται πάλι μια στροφή προς τις φυσικές πηγές. Άλλωστε, ενώ τα είδη των φυτών στη γη υπολογίζονται σε 500.000 περίπου, μικρό μέρος αυτών έχει μελετηθεί για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες.

O χλωριδικός πλούτος της χώρας μας είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακός, ειδικά αν λάβουμε υπόψη και το μέγεθός της -περίπου 6.300 είδη και υποείδη- κυρίως λόγω ποικιλίας εδαφολογικών και κλιματικών συνθηκών. Ευρωπαϊκές χώρες με μεγαλύτερη έκταση αριθμούν πολύ λιγότερα είδη. Επιπλέον, σημαντικός αριθμός των ειδών αυτών είναι ενδημικά, τα συναντάμε δηλαδή μόνο στην Ελλάδα.

Παράλληλα, μακραίωνη είναι και η ιστορία χρησιμοποίησης των φυτών από τους Έλληνες για διάφορα μικρά ή μεγαλύτερα προβλήματα υγείας. Γραπτές αναφορές έχουμε στα Ομηρικά έπη, στις συστηματικές καταγραφές του Θεόφραστου, του Ιπποκράτη, καθώς επίσης και στο κλασσικό έργο «Περί ύλης ιατρικής» του πατέρα της φαρμακογνωσίας, Διοσκουρίδη.

Πολλά από αυτά, ανήκουν στα αρωματικά και/ή φαρμακευτικά φυτά, τα οποία λόγω των δραστικών συστατικών τους βρίσκουν ευρεία εφαρμογή στη βιομηχανία φαρμάκων, καλλυντικών και τροφίμων (ρίγανη, κρόκος, θυμάρι, φασκόμηλο, τσάι του βουνού, κλπ) και αποδίδουν προϊόντα αυξημένης απόδοσης και υψηλής ποιότητας. Εξάλλου είναι γνωστό ότι τουλάχιστον 30% των σύγχρονων φαρμάκων προέρχονται από το φυτικό βασίλειο, εκ των οποίων αρκετά χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα για θεραπευτικούς σκοπούς.

Ως αρωματικά χαρακτηρίζονται τα φυτά που περιέχουν υψηλή συγκέντρωση πτητικών συστατικών, τα οποία εξαερώνονται και προσδίδουν χαρακτηριστική οσμή, η οποία είναι ευχάριστη για τον άνθρωπο. Συνήθως η οσμή οφείλεται σε μίγμα πτητικών ουσιών που παράγουν τα φυτά, γνωστά ως αιθέρια έλαια. Τα αρωματικά φυτά είναι πολύ διαδεδομένα στα μεσογειακά οικοσυστήματα και η παρουσία τους γίνεται ιδιαίτερα αισθητή μέσω της μυρουδιάς τους, τους καλοκαιρινούς μήνες λόγω των υψηλών θερμοκρασιών. Χρησιμοποιούνται κυρίως για την παρασκευή αρωμάτων και άλλων εύοσμων προϊόντων.

Ως φαρμακευτικά χαρακτηρίζονται τα φυτά που τουλάχιστον κάποιο τμήμα τους παράγει χημικές ενώσεις με θεραπευτικές δράσεις για τον άνθρωπο. Από τα φυτά αυτά συλλέγονται από τον άνθρωπο τα χρήσιμα στην ίαση τμήματα, τα οποία χρησιμοποιούνται είτε αυτούσια είτε μετά από επεξεργασία. Η βιομηχανία μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να απομονώσει τις δραστικές ουσίες από τα φυτικά τμήματα, να διευκρινίσει τη δομή τους και να τις αναπαράγει στο εργαστήριο σε μεγάλη κλίμακα για τη δημιουργία φαρμάκων.

Βέβαια δεν υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα σε πολλά αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά καθώς έχουν και τις δύο ιδιότητες.

Ως φυσικά προϊόντα ή δευτερογενή προϊόντα μεταβολισμού χαρακτηρίζονται οι ουσίες που παράγονται για συγκεκριμένο λόγο από ζωντανούς φυτικούς ή ζωικούς οργανισμούς. Τα φυσικά προϊόντα έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν στην ιατρική μια πηγή νέων δομών που είναι μη επιτευκτές από πηγές όπως η συνδυαστική σύνθεση. Η φύση είναι σε θέση  να βιοσυνθέτει πολύπλοκα μόρια που μπορούν να αλληλεπιδράσουν με τα βιολογικά συστήματα.

Είναι γνωστό ότι η χρήση των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών στη λαϊκή θεραπευτική καθώς και στις βιομηχανίες τροφίμων και καλλυντικών είναι μεγάλη. Τα φυτικά δραστικά συστατικά (αιθέρια έλαια, φλαβονοειδή, τερπένια κλπ) παρουσιάζουν ενδιαφέρον όχι μόνο για τη φαρμακευτική βιομηχανία, αλλά και για παρεμφερείς κλάδους (καλλυντικά σκευάσματα, προσθετικά τροφίμων) εξαιτίας των βιολογικών ιδιοτήτων τους.

Επίσης, η Ελληνική κυβέρνηση δίνει ιδιαίτερη σημασία στην εκτεταμένη χρήση φαρμακευτικών φυτών, επομένως η αξιοποίηση των αυτοφυών και καλλιεργούμενων αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών της Ελλάδας θα οδηγήσει σε οικονομικά οφέλη, καθότι η εμπορία αυτών των ειδών, για τα οποία εκτός της γνώσης από την λαϊκή θεραπευτική υπάρχουν και τεκμηριωμένες ερευνητικές μελέτες, θα αυξήσει τα έσοδα από εξαγωγές και από την κυκλοφορία τους στην εγχώρια αγορά.

Οι οικολογικές συνθήκες που επικρατούν στην χώρα μας (ποικίλη εδαφολογική διαμόρφωση και διάφορα μικροκλίματα) ευνοούν την καλλιέργεια φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών (τσάι του βουνού, ρίγανη, μέντα, γλυκάνισος, κρόκος κ.λ.π.) πολλά από τα οποία χαρακτηρίζονται από προϊόν αυξημένης απόδοσης και υψηλής ποιότητας. Γι' αυτό οι δυνατότητες παραγωγής τους είναι ευοίωνες για την ελληνική οικονομία και η καλλιέργειά τους μπορεί να πραγματοποιηθεί σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές και να συμβάλλει στην ανάπτυξη της ελληνικής υπαίθρου, δεδομένου ότι  τα περισσότερα από τα αρωματικά φυτά ευδοκιμούν σε ασβεστούχα εδάφη, και οι απαιτήσεις τους σε νερό είναι περιορισμένες.

Από την άλλη πλευρά, η συλλογή αυτοφυών φυτών δεν είναι συμφέρουσα λόγω των υψηλών ημερομισθίων και της διασποράς των φυτικών πληθυσμών, αλλά και δεν συνιστάται για λόγους προστασίας της χλωρίδας.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά αποτελούν προϊόν μεγάλης οικονομικής σημασίας για την Ελλάδα. Η καλλιέργειά τους ευνοείται στη χώρα μας λόγω των ιδιαίτερων εδαφοκλιματολογικών της συνθηκών. Είναι όμως επιτακτική η ανάγκη ποιοτικής αναβάθμισης της καλλιέργειάς τους έτσι ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητά τους στην διεθνή αγορά και να αποφεύγεται η συλλογή αυτοφυών φυτών για λόγους προστασίας της χλωρίδας. Η καλλιέργεια των αρωματικών φυτών στη χώρα μας μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά τις ορεινές και ημιορεινές περιοχές χαμηλής παραγωγικότητας / περιορισμένης εκμετάλλευσης προσελκύοντας νέους αγρότες στην παραγωγή νέων προϊόντων και ενισχύοντας το γεωργικό εισόδημα.