Όλο και περισσότερα βρέφη και παιδιά πλήττονται τα τελευταία χρόνια από τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1. Η ιδιαιτερότητα της ασθένειας σε αυτές τις ηλικίες έγκειται στο ότι προκαλεί επιπλέον προβλήματα που σχετίζονται με την ανάγκη να ανατραφεί το παιδί ορθά, χωρίς αισθήματα κατωτερότητας ή μειονεξίας. Ο ρόλος της οικογένειας, και σε αυτήν την περίπτωση, είναι καταλυτικός.

Η διάγνωση του διαβήτη τύπου 1,ευρέως γνωστού ως και νεανικού διαβήτη, προκαλεί σοκ τόσο στα ίδια τα παιδιά όσο και στους γονείς τους. Οι αλλαγές στην οικογενειακή ισορροπία είναι έντονες και γρήγορες, παρατηρούνται συναισθήματα κατάθλιψης και κατάρρευσης στους γονείς (κυρίως στη μητέρα), θυμός και άρνηση απέναντι στην ασθένεια, για να καταλήξει στη συνεργασία με τον θεράποντα γιατρό. Τέλος, η μονιμότητα της ασθένειας επιφέρει αναδιοργάνωση της οικογενειακής οικονομίας. Η διάρκεια της ψυχικής διεργασίας «πένθους», προσαρμογής και αποδοχής της ασθένειας υπολογίζεται σε έναν χρόνο.Το παιδί ή ο έφηβος θα αποδεχτεί και θα αντιμετωπίσει τον διαβήτη με ρεαλισμό, με υπευθυνότητα και με αισιοδοξία μόνο αν και η οικογένειά του τον αντιμετωπίσει θετικά και τον αποδεχτεί. Βέβαια, υπάρχει και η περίπτωση το παιδί να χρησιμοποιεί τον διαβήτη για να δικαιολογεί σκέψεις, συμπεριφορές και συναισθήματα του ιδίου, κυρίως, αλλά και των άλλων προς αυτό. Για να αποτρέψουμε κάτι τέτοιο θα πρέπει, όσο είναι δυνατόν, να ελέγχονται οι αντιδράσεις των γονιών και η ασθένεια να αντιμετωπίζεται με ρεαλισμό και ηρεμία. Θα χρειαστεί, λοιπόν, και οι δύο πλευρές σταδιακά:

  • Να αποδεχτούν τη διάγνωση της ασθένειας και τις ιδιαιτερότητές της με ρεαλιστικό τρόπο.
  • Να ελέγξουν τη δική τους ψυχολογική αντίδραση στη διάγνωση.
  • Να υιοθετήσουν καινούργιες συνήθειες σχετικά με τον έλεγχο του διαβήτη.
  • Να μην επιτρέψουν στον διαβήτη να επηρεάσει την επίτευξη των φυσιολογικών στόχων. Με απλά λόγια,να καταφέρουν να ελέγξουν αυτοί τον διαβήτη και όχι να ελέγξει αυτός τη ζωή τους.

Έ ν α σ υ ν η θ ι σ μ έ ν ο λ ά θ ο ς

Ένα συνηθισμένο λάθος που κάνουν οι γονείς, ιδίως η μητέρα, και ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο εμφάνισης του διαβήτη, είναι η αντιμετώπιση του παιδιού με λύπη και επιείκεια.Για να είναι ένα παιδί χαρούμενο,υγιές, με αυτοπεποίθηση και αρεστό σε όλους χρειάζεται να υπάρχει πειθαρχία στη ζωή του, η οποία έτσι κι αλλιώς είναι απαραίτητη για τη σωστή διαπαιδαγώγηση, και δεν θα πρέπει να τη συγχέουμε με την τιμωρία, αλλά με την οριοθέτηση των σωστών κατευθυντήριων γραμμών. Είναι, λοιπόν, σημαντικό οι γονείς να μην αγνοούν και να μην παραβλέπουν την «κακή» ή, πιο σωστά,την αποκλίνουσα ή λανθασμένη συμπεριφορά του παιδιού. Σε κάθε περίπτωση, η διαπαιδαγώγηση του παιδιού με διαβήτη δεν θα πρέπει να διαφέρει σε τίποτα από αυτή ενός παιδιού δίχως την ασθένεια αυτή.Η σωστή εκπαίδευση από εξειδικευμένη ομάδα και η καλή σχέση των γονιών και του παιδιού με τον γιατρό του και με όλα τα μέλη της ομάδας είναι στοιχεία πολύ σημαντικά.

Ο ρ ό λ ο ς τ η ς η λ ι κ ί α ς

Οι αντιδράσεις του παιδιού απέναντι στη διάγνωση του διαβήτη εξαρτώνται από την ηλικία του και από τον βαθμό στον οποίο μπορεί να κατανοήσει την ασθένειά του. Πριν από την ηλικία των 3 - 4 χρόνων η ασθένεια δύσκολα γίνεται αντιληπτή αυτή καθεαυτήν από το παιδί. Κάθε επεισόδιο βιώνεται ξεχωριστά. Το παιδί είναι ευαίσθητο στον αποχωρισμό, στη νοσηλεία, στις « ε π ι θ έ σ ε ι ς » που υφίσταται, όπως ίσως μπορεί να αντιλαμβάνεται και να θεωρεί τις ενέσεις ινσουλίνης. Ψυχολόγοι έχουν περιγράψει «το σύνδρομο του τρωτού παιδιού» για εκείνα που κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της ζωής τους έχουν βιώσει μια δύσκολη περίοδο όσον αφορά στην υγεία τους. Αυτό το σύνδρομο χαρακτηρίζεται κυρίως από έντονη και διαρκή, παθητική προσκόλληση στη μητέρα.Θα πρέπει, λοιπόν, να δίνονται εξηγήσεις κάθε φορά στο παιδί για τις καθημερινές διαδικασίες των ενέσεων και των εξετάσεων, ούτως ώστε να μη λαμβάνονται από αυτό ως «επιθέσεις», αλλά ως φυσιολογικές και φιλικές διαδικασίες που είναι απαραίτητες για τη ζωή του. Επειδή σε αυτήν την ηλικία ο κόσμος του παιδιού περιορίζεται και επικεντρώνεται συνήθως στην οικογένεια, η συναναστροφή με συνομήλικα παιδιά με την ίδια ιδιαιτερότητα δίνει στο παιδί τη δυνατότητα να γνωρίσει ότι υπάρχουν και άλλοι με τα ίδια βιώματα.

 Δ ι α β ή τ η ς & υ π ε υ θ υ ν ό τ η τ α

Στα παιδιά 4 - 10 χρόνων η ασθένεια αρχικά, όπως κάθε σφοδρό επεισόδιο, είναι αιτία για παλινδρόμηση που μπορεί να ποικίλλει σε βάθος και σε διάρκεια. Απέναντι στην επιμονή της ασθένειας το παιδί αναπτύσσει αμυντικούς μηχανισμούς τους οποίους μπορούμε γενικά να κατηγοριοποιήσουμε σε τρεις περιπτώσεις:

1. Περίπτωση της αντίστασης: το παιδί αρνείται τα όρια που του επιβάλλονται από την ίδια την ασθένεια ή τις φροντίδες της.

2. Περίπτωση της υποταγής - υπακοής και της μειονεξίας: η μειονεξία είτε εκφράζεται με παθητική στάση και αποδοχή της εξάρτησης, είτε, επιπλέον, συνδέεται και με νοητική μειονεκτικότητα, καθώς το παιδί δεν μπορεί να κατανοήσει την ασθένειά του.Αυτό το αίσθημα μειονεξίας μπορεί να καταλήξει σε σχολική αποτυχία.

3. Η εξύψωση και η συνεργασία: είναι οι πιο θετικοί αμυντικοί μηχανισμοί που μπορούμε να συναντήσουμε. Μπορεί να πρόκειται για ταύτιση με τον γιατρό, που είναι συχνή περίπτωση, ή με κάποιον γονιό ο οποίος έχει την ίδια πάθηση. Όποιος κι αν είναι ο ψυχικός μηχανισμός άμυνας που θα αναπτυχθεί,ο φαντασιακός κόσμος ενός παιδιού που έχει προσβληθεί από μια χρόνια ασθένεια κινδυνεύει να επικεντρωθεί στο τραυματικό γεγονός, κυρίως αν ο οικογενειακός περίγυρος επιβαρύνει τους ήδη υπάρχοντες περιορισμούς. Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι ο διαβήτης είναι εσωτερική ανεπάρκεια του οργανισμού ή, όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλούμε, μια «μη ορατή ανεπάρκεια», μπορούμε να μπούμε στη διαδικασία να σκεφτούμε λόγους για τους οποίους ένα παιδί δεν μπορεί να καταλάβει τι του συμβαίνει ακριβώς. Θα πρέπει, λοιπόν, ο διαβήτης να εξηγείται στα παιδιά με απλά λόγια από πολύ μικρή ηλικία. Αρκετές φορές η κακή συμπεριφορά και η ρύθμιση του διαβήτη λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Συγκεκριμένα, η συνεχής προσπάθεια για ρύθμιση με τις ενέσεις ινσουλίνηςκαι με μετρήσεις σακχάρου αίματος αποτελεί μία επιπλέον αιτία της κακής συμπεριφοράς των παιδιών, πιο έκδηλη αυτά της προσχολικής ηλικίας. Καλό είναι σε τέτοιες περιπτώσεις να δίνεται από τους γονείς στα παιδιά κάποια επιλογή, όποτε, βεβαίως, είναι δυνατόν. Για παράδειγμα, μπορεί το ίδιο το παιδί να αποφασίζει σε ποιο χέρι ή πόδι να κάνει την ένεση (υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι κανόνες της κυκλικής εναλλαγής των σημείων των ενέσεων) ή ποιο δάχτυλο να τρυπήσει για να κάνει τη μέτρηση σακχάρου. Το πιο σημαντικό που θα πρέπει να γνωρίζει κάθε γονιός είναι πως θα πρέπει να ενεργεί με συνέπεια, με επιμονή και υπομονή ώστε να επιτύχει στην προσπάθεια πειθάρχησης του παιδιού του. Είναι σημαντικό οι γονείς να θυμούνται να ενισχύουν τα παιδιά τους σε κάθε προσπάθειά τους.

Από τη δρ Ελίνα Γκίκα,
Κλινική Ψυχολόγο - Ψυχοθεραπεύτρια, Υπεύθυνη Τμήματος Ψυχολογικής Υποστήριξης Νοσοκομείου ΜΗΤΕΡΑ