Η αρτηριακή υπέρταση είναι μια κατάσταση όπου υπάρχει αυξημένη πίεση του αίματος που κυκλοφορεί στις αρτηρίες άνω των φυσιολογικών επιπέδων, σε σημεία που μακροχρόνια συνεπάγονται αύξηση του κινδύνου ασθένειας και θανάτου από καρδιαγγειακά νοσήματα.
 Πρόκειται για ένα αρκετά διαδεδομένο πρόβλημα στις μέρες μας, το οποίο συχνά παραγνωρίζεται από τους πάσχοντες, διότι για αρκετό καιρό μπορεί να μην εμφανιστούν συμπτώματα.
 
Οποιοσδήποτε μπορεί να την εκδηλώσει ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου ή φυλής, ενώ εκτιμάται ότι ένας στους τέσσερις ενήλικες έχουν υπέρταση. Όταν αυτή εκδηλωθεί, συνήθως παραμένει για την υπόλοιπη ζωή του ασθενούς, ωστόσο ο έλεγχος και η αποτροπή της είναι εφικτή με τα κατάλληλα μέτρα.
 
Η υπέρταση αποτελεί το συχνότερο ιατρικό πρόβλημα κατά την εγκυμοσύνη, το οποίο προκαλεί σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία του πλακούντα με αποτέλεσμα το μωρό να μην τρέφεται σωστά και να επηρεάζεται η ανάπτυξή του. Στις μητέρες, από την άλλη, παρατηρούνται αλλαγές στην λειτουργία των νεφρών και του ήπατος. Δημιουργούνται έτσι προβλήματα στην κάθαρση και την πήξη του αίματος, με συνέπειες που αν αφεθούν χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και σε εγκεφαλική αιμορραγία.
 
Η υπέρταση κατά την εγκυμοσύνη διαχωρίζεται κυρίως στις εξής κατηγορίες:
 
–  Χρόνια υπέρταση προϋπάρχουσα της εγκυμοσύνης, η οποία χαρακτηρίζεται από τιμές άνω των 140/90 mmHg που είτε προϋπάρχουν της εγκυμοσύνης είτε εμφανίζονται πριν την 20η εβδομάδα και συνήθως επιμένουν πέραν των 42 ημερών μετά τον τοκετό.
 
– Υπέρταση που εμφανίζεται μετά την 20η εβδομάδα της κύησης, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις υποχωρεί μετά την 6η εβδομάδα από τον τοκετό.
 
– Προεκλαμψία, η οποία χαρακτηρίζεται ως η πρώτη εμφάνιση αρτηριακής υπέρτασης με πρωτεΐνουρία (μια παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την αύξηση των φυσιολογικών επιπέδων της πρωτεΐνης στα ούρα και σχετίζεται με διάφορες παθήσεις) κατά την εγκυμοσύνη και αποτελεί την κατ’ εξοχήν αιτία μητρικής και εμβρυικής-νεογνικής νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως. Στην ουσία πρόκειται για το προηγούμενο στάδιο της εκλαμψίας, μιας επικίνδυνης κατάστασης του οργανισμού, που όμως λόγω των χαρακτηριστικών συμπτωμάτων που έχει η προεκλαμψία, προλαμβάνεται. Τα κυριότερα συμπτώματα που εμφανίζονται και γίνονται αντιληπτά είναι η αύξηση της πίεσης, η ψυχολογική αναστάτωση (σύγχυση) και το πρήξιμο (οίδημα) στα άκρα. Στους παράγοντες που σχετίζονται με αυξημένη πιθανότητα προεκλαμψίας περιλαμβάνονται η πρώτη εγκυμοσύνη, η ηλικία κάτω των 18 και άνω των 35 ετών, το προηγούμενο ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό προεκλαμψίας, η παχυσαρκία, η μεσολάβηση λιγότερων από 2 χρόνια ή περισσότερων από 10 χρόνια από την προηγούμενη εγκυμοσύνη, η χρόνια προϋπάρχουσα υπέρταση, η πολύδυμη κύηση, ο σακχαρώδης διαβήτης και η χρόνια νεφρική νόσος.
 
Τα συμπτώματα της υπέρτασης
 
Στα συμπτώματα της υπέρτασης κατά την εγκυμοσύνη περιλαμβάνονται:
 
– Αρτηριακή πίεση μεγαλύτερη από 140/90 mmHg
– Κατακράτηση Ύδατος (οίδημα-πρήξιμο)
– Ανεύρεση πρωτεΐνης στα ούρα (πρωτεϊνουρία)
– Πονοκέφαλοι
– Θόλωση της όρασης
– Φωτοφοβία
– Κούραση
– Ναυτία/εμετός
– Μειωμένη ποσότητα ούρων
– Πόνος στην κοιλία
– Δύσπνοια
– Αιμορραγική τάση
 
Οποιοδήποτε από τα παραπάνω συμπτώματα θα πρέπει να παραπέμψουν το άτομο στον ειδικό.
 
Αντιμετώπιση
 
Η υπέρταση της κύησης αρχικά παρακολουθείται στενά και εν συνεχεία χορηγούνται αντιυπερτασικά φάρμακα, τα οποία δεν προκαλούν γενετικές ανωμαλίες. Σκοπός της θεραπείας είναι να προχωρήσει η εγκυμοσύνη χωρίς σημαντικά προβλήματα για τη μητέρα ή το έμβρυο.
 
Για γυναίκες εγκύους όμως με τιμή αρτηριακής πίεσης 140-149mmHg / 90-95mmHg χρειάζεται μη φαρμακολογική θεραπεία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν βλάβες στα όργανα στόχους. Επιπλέον, με βάση τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης, την ηλικία της εγκυμοσύνης και τον κίνδυνο που διατρέχουν μητέρα και έμβρυο θα πρέπει να γίνεται και περιορισμός ορισμένων δραστηριοτήτων.
 
Πρόληψη
 
Για την πρόληψη της υπέρτασης κύησης είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται ελάχιστα ή καθόλου το αλάτι στα γεύματα, να πίνονται 6-8 ποτήρια νερό ημερησίως, να αποφεύγονται τα τηγανητά φαγητά, το αλκοόλ και η καφεΐνη, αλλά και το πρόγραμμα να περιλαμβάνει τακτικά ελαφρά άσκηση και ξεκούραση.
 
Άγγελος Κλείτσας
Ειδικός Παθολόγος – Διαβητολόγος
http://yourdoc.gr/